Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

8/02/2015 05:00:00 μ.μ.
Τι επιδιώκει τελικά η Γερμανία στην ευρωζώνη και στην ΕΕ; Το ερώτημα, που απασχολεί εδώ και χρόνια τις πολιτικές ηγεσίες και τους αναλυτές σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, έγινε ακόμη πιο επίμαχο τους τελευταίους μήνες με το χειρισμό του ελληνικού ζητήματος στην ευρωζώνη, αλλά και τα σενάρια περί εξόδου της χώρας μας από το κοινό νόμισμα.

Η αντιμετώπιση της Ελλάδας

Η ιδέα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την προσωρινή ή και μόνιμη αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ είναι ότι η ζώνη θα συνεχίσει να λειτουργεί εύρυθμα με τα εναπομείναντα μέλη της. Αυτή η σχολή σκέψης, στην οποία, να σημειωθεί, δεν ανήκει μόνον ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας θεωρεί ότι το πρόβλημα δεν έγκειται στην ευρωζώνη αλλά στην ελληνική ιδιαιτερότητα της μη προσαρμογής στους κανόνες της νομισματικής ένωσης.

Και όπως είναι γνωστό, τη στιγμή της κορύφωσης των κρίσιμων διαπραγματεύσεων γύρω από το πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας, η Γερμανία προχώρησε σε μια πρόταση της προσωρινής εξόδου της χώρας μας από το ευρώ, η οποία ανέτρεπε δεκαετίες δεσμεύσεων σχετικά με ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης.

Όμως, για να ακριβολογούμε, παρότι η σχετική πρόταση αντικατόπτριζε τη γραμμή των «σκληρών» του Βερολίνου, ήταν από τον Σλοβένο υπουργό Οικονομικών που ετέθη για πρώτη φορά σε κλειστό κύκλο ένα μήνα νωρίτερα.

Πάντως, η δραματική οικονομική κρίση στην Ελλάδα και οι αντιδράσεις της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ τελικά δεν έκαμψαν στο παραμικρό τη γερμανική επιμονή στην αυστηρή τήρηση προγραμμάτων λιτότητας, Έτσι, όχι μόνο στο Βερολίνου, αλλά από τις Βαλτικές χώρες , μέχρι την Ισπανία και Πορτογαλία, έως τη Μάλτα, η απάντηση στα ελληνικά αιτήματα έδειξε μια βαθιά απέχθεια των περισσοτέρων κυβερνήσεων της ευρωζώνης στην αξιοποίηση των κρατικών δαπανών ως εργαλείο αντιμετώπισης της ύφεσης και την ακλόνητη πίστη στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.

Το όραμα αυτό αποτελεί, εν πολλοίς στροφή στην ευρωπαϊκή παράδοση του λεγόμενου «Καπιταλισμού του Ρήνου» (συνδυασμός ελεύθερης αγοράς και κρατικού παρεμβατισμού, με συναίνεση των κοινωνικών εταίρων). Όμως, τις τελευταίες δύο δεκαετίες ένα μείγμα νεοφιλελεύθερων και μονεταριστικών πολιτικών ήρθε να πάρει τη θέση αυτού του μοντέλου. Τώρα υπάρχει το «σύμφωνο του Βερολίνου» γύρω από το οποίο η Γερμανία πέτυχε να πείσει τους ηγέτες της Ε.Ε. να συσπειρωθούν. Αντιθέτως απέτυχε η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει τις πολιτικές δυνάμεις στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που επέκριναν τη λιτότητα. Ο δε Βόλφγκανγκ Σόιμπλε μπορεί να μην κατάφερε την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ωστόσο ο ίδιος προβάλλει ενισχυμένος. Το εναλλακτικό σχέδιό του παραμένει, άτυπα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αν δεν τα καταφέρει η Ελλάδα, και η δημοτικότητά του τις πρόσφατες εβδομάδες ξεπέρασε αυτήν της καγκελαρίου Μέρκελ

Μέρκελ-Σόιμπλε: Αντιθέσεις, συμπληρωματικότητα και συνύπαρξη

Αποτελεί ένα ερώτημα αν η «σκληρή» στάση του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας και η πιο «συμβιβαστική» της καγκελαρίου είναι το αποτέλεσμα πραγματικά διαφορετικών αντιλήψεων για το πώς πρέπει να εξελιχθεί η ευρωζώνη, αν αποτελεί ζήτημα «διαμοίρασης» ρόλων ή πρόκειται για μια περίπτωση «αναγκαστικής συνύπαρξης». Αναλυτές ευρωπαϊκών δεξαμενών σκέψης και ΜΜΕ υιοθετούν τις τρεις προαναφερόμενες προσεγγίσεις, χωρίς να αποκλείονται και συνδυασμοί τους.

Στη συνεδρίαση του γερμανικού κοινοβουλίου της 17ης Ιουλίου, στην οποία η Αγκελα Μέρκελ κάλεσε τους βουλευτές να εγκρίνουν την έναρξη νέων διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα προειδοποιώντας ότι αν σπρωχτεί η Αθήνα εκτός Ευρωζώνης θα υπάρξει «χάος και βία», διαφάνηκε μια αντίθεση με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Άλλωστε η καγκελάριος είχε εργαστεί τις προηγούμενες μέρες για να υπάρξει ένα –έστω δύσκολο- πλαίσιο συμφωνίας με τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ ο υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει ξεκάθαρα την προτίμησή του για την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

Επιφανειακά η επίτευξη συμφωνίας αποτέλεσε νίκη για την Μέρκελ. Ωστόσο, το μόνο ενθουσιώδες χειροκρότημα που ακούστηκε κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην Μπούντεστανγκ ήταν όταν η καγκελάριος ευχαρίστησε τον υπουργό Οικονομικών για τη συνεισφορά του στις διαπραγματεύσεις. Επί ένα λεπτό οι Γερμανοί βουλευτές χειροκροτούσαν τον κ. Σόιμπλε, ο οποίος κοιτούσε ίσια μπροστά του με συνοφρυωμένο πρόσωπο. Έτσι, η σκηνή ήταν αποκαλυπτική, καθώς, χειροκροτώντας τον Σόιμπλε, οι βουλευτές έστελναν το μήνυμα στη Μέρκελ πως εξαντλείται η προθυμία τους να βοηθήσουν την Ελλάδα.

Η αντιπαράθεση των δύο φάνηκε να κλιμακώνεται μετά την κίνηση του Σόιμπλε να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο παραίτησής του, μιλώντας στο περιοδικό Der Spiegel -κάτι που από πολλούς εκλήφθηκε ως ωμός εκβιασμός. Το γεγονός δεν αρνήθηκε και ο αντικαγκελάριος και επικεφαλής του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Zίγκμαρ Γκάμπριελ, που έκανε λόγο για «μεγάλη διαμάχη» ανάμεσα σε Mέρκελ και Σόιμπλε (ενώ διαφώνησε και ο ίδιος με το σχέδιο του τελευταίου για προσωρινή έξοδο της Eλλάδας από την Eυρωζώνη).

Έτσι, ανεξάρτητα από το τι θεωρούμε στην Ελλάδα, η Αγκελα Μέρκελ φαίνεται πιο ευάλωτη από κάθε άλλη φορά στη διάρκεια της δεκαετούς ηγεμονίας της, κυρίως εξαιτίας του δικού μας προβλήματος. Οι αναλυτές, ωστόσο, πιστεύουν ότι η Μέρκελ θα παρέμβει εάν το παρατραβήξει ο κ. Σόιμπλε. Να θυμόμαστε, όμως, ότι η καγκελάριος συμφωνεί πλέον σε ένα επίπεδο με τον Σόιμπλε, ότι Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει με κάθε κόστος στην Ευρωζώνη. Κι αυτό γιατί η καγκελάριος έχει αποδεχθεί το σχέδιο του για έξοδο της χώρας μας από το ευρώ, αλλά μόνο ως έσχατη λύση, αντιλαμβανόμενη ότι τόσο η Ευρώπη όσο και η δική της υστεροφημία θα μπορούσαν να απειληθούν από μια τέτοια έξοδο.

Γενικότερα, όμως, εκτός από τις αντιθέσεις, και τώρα και τα προηγούμενα χρόνια διαφαίνεται μεταξύ των δύο και μια διαμοίραση ρόλων. Έτσι, τη στιγμή που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «έπαιζε» τον ρόλο του σκληρού, η Μέρκελ επέλεγε εκείνον του ολύμπιου κριτή, πρόθυμη να επιδείξει κατανόηση και συμβιβαστικό πνεύμα, (στην οποία διαμοίραση ενδεχομένως συμμετέχει και ο πρόεδρος Ολαντ με το ρόλο του «φιλέλληνα»). Σε μια τέτοια διευθέτηση, ο Σόιμπλε γνωρίζει πάντως να κρατά τη θέση του δίπλα στην πολιτική του προϊσταμένη, αλλά και στους Ευρωπαίους ομολόγους του. Π.χ. είναι γνωστό ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών σπάνια μιλάει πρώτος στα Eurogroup, αφήνοντας το προνόμιο αυτό σε υπουργούς μικρότερων κρατών.
Πάντως, σε οποιαδήποτε περίπτωση η δημοφιλία του Σόιμπλε στους Γερμανούς είναι σήμερα τόσο μεγάλη, ώστε κάθε προσπάθεια πολιτικού «διαζυγίου» μαζί του θα είχε απρόβλεπτο κόστος για την καγκελάριο. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Infratest Dimap που διενεργήθηκε για λογαριασμό του κρατικού τηλεοπτικού δικτύου ARD και της εφημερίδας Die Welt, η δημοτικότητα του Σόιμπλε στη Γερμανία για τον μήνα Αύγουστο φτάνει το 70%. –ποσοστό μεγαλύτερο από της καγκελαρίου-κυρίως εξαιτίας της στάσης του απέναντι στην Ελλάδα.

Η Γερμανία απέναντι στην υπόλοιπη ευρωζώνη

Τα προηγούμενα χρόνια η Γερμανία χαρακτηριζόταν από πολλούς αναλυτές αλλά και πολιτικούς χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ο «απρόθυμος ηγεμόνας της Ε.Ε.». Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα και η ένταση της ελληνικής κρίσης μοιάζει να έκανε το Βερολίνο να γίνει λιγότερο απρόθυμο και περισσότερο ηγεμονικό. Η αλλαγή στάσης διαφάνηκε με τις θέσεις που λαμβάνει τα τελευταία χρόνια η γερμανική κυβέρνηση στις Συνόδους Κορυφής και τα Eurogroup, αλλά και στις επισκέψεις της καγκελαρίου σε όλες τις κοινοτικές πρωτεύουσες και τις αφίξεις επίσης του συνόλου των ευρωπαίων ηγετών στο Βερολίνο.

Επομένως, η λεγόμενη «Γερμανική Ευρώπη» ή τουλάχιστον «Γερμανική Ευρωζώνη» είναι γεγονός;

Το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, καθώς μία μερική αναδιοργάνωση της νομισματικής ένωσης θεωρείται από όλους –και όχι μόνον από τη Γερμανία- αναπόφευκτη μέσα στα επόμενα χρόνια». Παραμένει, όμως, ανοικτό ζήτημα τι «έμπνευση» θα έχει μια τέτοια αναδιοργάνωση κι αν θα επιτευχθεί με τον ευκολότερο και λιγότερο αποδιοργανωτικό τρόπο για ορισμένα από τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Επίσης, έχει γίνει εμφανές ότι, δίχως μια ισχυρή πολιτική βούληση για τη διατήρηση της ευρωζώνης, το όλο εγχείρημα θα κινδυνεύσει. Κι αν αφήσουμε απ’ έξω τη δική μας περίπτωση ως ιδιαίτερη, ο επόμενος ασθενής είναι η Ιταλία. Υπάρχουν κύκλοι που θεωρούν τη γειτονική χώρα ως πρώτη υποψήφια για αποχώρηση από την ευρωζώνη όχι μόνον λόγο του υψηλότατου χρέους, αλλά και εξαιτίας της σημαντικής απώλειας ανταγωνιστικότητας από τη στιγμή που εισήλθε στη νομισματική ένωση. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 16 ετών το ιταλικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί μόλις κατά 4,6%, δηλαδή τρεις φορές λιγότερο και από εκείνο της Ελλάδας.

Έτσι, η περίπτωση της Ιταλίας θέτει με τον καλύτερο τρόπο το πρόβλημα των ανισορροπιών εντός της ευρωζώνης και των αδύναμων προοπτικών των νότιων χωρών μελών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης και της ανταγωνιστικότητας. Για το λόγο αυτό, μια μερίδα έγκριτων οικονομολόγων διεθνούς φήμης φθάνουν έως το σημείο να διαρωτηθούν αν ένα Gerxit (δηλαδή μία γερμανική έξοδος από τη ζώνη του ευρώ) είναι προτιμότερo;

Η ιδέα ενός «Gerxit» πάντως δεν είναι νέα, μια και κυκλοφορεί σε κύκλους οικονομολόγων ήδη από το 2012, ο δε Τζορτζ Σόρος έχει κι αυτός υποστηρίξει τη σχετική άποψη, σημειώνοντας ότι μια τέτοια επιλογή θα συνέφερε τόσο την πλούσια Γερμανία όσο και τις φτωχότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν μια τέτοια προσέγγιση, με τον τρόπο αυτό η έξοδος της Γερμανίας θα άνοιγε το δρόμο για τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρωπαϊκού νότου να υποτιμήσουν το κοινό νόμισμά τους και εν τέλει να πάρουν στα χέρια τους τα δημόσια οικονομικά τους.

Υπάρχει, όμως, και η άλλη οπτική. «Μετά την είσοδο στην ΕΕ, η είσοδος της Γερμανίας στην ευρωζώνη ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμά της χώρας μεταπολεμικά» γράφει σχετική ανάλυση στην DW. «Από πολιτικής άποψης έχει επενδυθεί ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο σε αυτό το εγχείρημα. Μία έξοδος από το ευρώ θα έστελνε ένα πολύ κακό μήνυμα για τη βιωσιμότητα ολόκληρης της ΕΕ» καταλήγει η εν λόγω ανάλυση.

Το Βερολίνο και οι σύμμαχοί του θέλουν αλλαγές στους θεσμούς της ΕΕ και εξασθένιση της Κομισιόν

Το ελληνικό θέμα με την ευρωζώνη έχει αναζωπυρώσει τους τελευταίους μήνες την πρόθεση ορισμένων πολιτικών παραγόντων των χωρών μελών, μεταξύ των οποίων φαίνεται να πρωταγωνιστεί και πάλι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ώστε να περιοριστούν ή και να καταργηθούν συγκεκριμένες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται για αρμοδιότητες που ανέλαβε η Κομισιόν στην πορεία της λειτουργίας της ως θεματοφύλακας των ευρωπαϊκών συνθηκών, όπως π.χ. είναι οι κρίσιμοι τομείς της εσωτερικής αγοράς και του ανταγωνισμού.
Με βάση σχετικές πληροφορίες, ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ και οι σύμμαχοί του, όπως ο επανεκλεγείς πρόεδρος του Eurogroup Γέρουν Ντάιζεμπλουμ, φέρονται να θέλουν τη μεταφορά ορισμένων τέτοιων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής σε πολιτικά ανεξάρτητους φορείς, ακολουθώντας το μοντέλο ορισμένων αμερικανικών υπηρεσιών.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας FAZ, ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ πρoτίθεται να προωθήσει το εν λόγω θέμα στις βασικές προτεραιότητες της ολλανδικής προεδρίας της ΕΕ, το πρώτο εξάμηνο του 2016.

Ένας λόγος για αυτή την εξέλιξη έχει να κάνει με το ελληνικό ζήτημα, καθώς είναι γνωστή η διάσταση που υπήρξε μεταξύ του Σόιμπλε και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για την αντιμετώπισή του. Και μια παράμετρος της διάστασης είχε να κάνει με το αν τη διαπραγμάτευση με την ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να διεξάγει αποκλειστικά το Eurogroup ή διέθετε ρόλο και η Κομισιόν.

Ωστόσο, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία διέψευσε το σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung, σύμφωνα με το οποίο ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιθυμεί τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων της Κομισιόν.

Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται ότι, κατά την τελευταία συνάντηση των υπουργών Οικονομικών στις 14 Ιουλίου, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε χαιρέτισε τα σχέδια για μία περαιτέρω εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. Στην  ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι, για τον γερμανό υπουργό Οικονομικών είναι σημαντικό η Κομισιόν να διασφαλίσει την ισορροπία ανάμεσα στον πολιτικό της ρόλο και το ρόλο ως θεματοφύλακα των συνθηκών. «Για αφαίρεση εξουσιών από την Κομισιόν, ούτε λόγος» , καταλήγει η ανακοίνωση του γερμανικού υπουργείου.
Ωστόσο, πληροφορίες ευρωπαϊκών ΜΜΕ θέλουν η προαναφερόμενη ιδέα να έχει συζητηθεί στην εν λόγω συνάντηση των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών, στα πλαίσια της εξέτασης της λεγόμενης «έκθεσης των πέντε προέδρων» (Προέδρων Κομισιόν, Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ευρωκοινοβουλίου, Εurogroup, ΕΚΤ) σχετικά με το μέλλον της ευρωζώνης.

Αντιθέτως ως προς αυτά, η Γερμανία εμφανίζεται τώρα πρόθυμη να εξετάσει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών, με αυτόνομο προϋπολογισμό. Τουλάχιστον αυτό αναφέρει το πρακτορείο Reuters, επικαλούμενο δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel». Μία από τις επιλογές, επισημαίνει το Spiegel, είναι η μεταφορά μέρος των εθνικών εσόδων των χωρών μελών στον προϋπολογισμό του νέου, κοινού υπουργείου. Σύμφωνα με το εν λόγω δημοσίευμα, ένας Ευρωπαίος υπουργός Οικονομικών θα μπορούσε να έχει και το δικαίωμα επιβολής ενός ευρω-φόρου.

Μετά τα σχετικά δημοσιεύματα πηγές της γερμανικής κυβέρνησης παραδέχθηκαν ότι «Είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε αυτά τα ζητήματα». Να σημειωθεί , επίσης, ότι τον περασμένο Ιούνιο ήταν και ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ που είχε ταχθεί υπέρ μίας αυστηρότερης εποπτείας επί των οικονομιών των κρατών -μελών της ευρωζώνης, φτάνοντας μάλιστα να προτείνει κι αυτός τη δημιουργία ενός κοινού υπουργείου Οικονομικών.

Aντιγερμανισμός: H παράλληλη απώλεια του Bερολίνου

Η σχεδόν ολοκληρωτική επιβολή των γερμανικών θέσεων στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και στους περισσότερους από τους εταίρους τους στην ευρωζώνη έχει και ένα κόστος για το Βερολίνο. Κι αυτό σχετίζεται με μια αρνητική εικόνα που διαμορφώνεται σταδιακά για τη Γερμανία σε ένα μέρος της κοινής γνώμης, ιδιαίτερα στην Eυρώπη, αλλά και γενικότερα στον κόσμο. Σχετικά είναι δημοσιεύματα που εμφανίζονται στα ΜΜΕ διαφορετικών ευρωπαϊκών χωρών και ακόμη και της ίδιας της Γερμανίας.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί πρόσφατο άρθρο της σοβαρής γερμανικής εφημερίδας Die Welt, το οποίο, υπό τον τίτλο «Tο Tέταρτο Ράιχ», κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις που έχει η προσπάθεια ταπείνωσης της «μικρής Eλλάδας» από την πανίσχυρη Γερμανία. Το εν λόγω άρθρο κάνει μάλιστα μνεία σε δημοσιεύματα ιταλικών MME, τα οποία κάνουν λόγο για μια Eυρώπη η οποία έχει μετατραπεί και πάλι σε ερείπια που καπνίζουν από τους βομβαρδισμούς της Γερμανίας, η οποία επιχαίρει για το έργο της
«H Γερμανία και οι 18 νάνοι», ήταν ο τίτλος που επέλεξε σε δική της ανάλυση η ευρείας κυκλοφορίας φλαμανδόφωνη εφημερίδα του Βελγίου De Standaard, σημειώνοντας ότι η Γερμανία «δεν είναι πλέον η συμπαθητική χώρα της επανένωσης». Ο δε Σόιμπλε χαρακτηρίζεται ακόμη και στην Πορτογαλία ως η πιο σοβαρή απειλή για τη Γηραιά Ήπειρο, μεγαλύτερη και σε σχέση με την τρομοκρατία, τον Iσλαμισμό ή τον λαϊκισμό.

Στις απώλειες από την όλη εξέλιξη πρέπει να περιληφθούν και οι σοβαρές αναταράξεις που έχουν δημιουργηθεί στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, τόσο ανάμεσα σε Xριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες όσο και, σε ένα βαθμό, στις σχέσεις της Aγκελα Mέρκελ με τον Σόιμπλε με αφορμή το χειρισμό του ελληνικού ζητήματος αλλά και την όλη προοπτική της νομισματικής ένωσης.

Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας συνιστά πρόβλημα για την Ευρωζώνη;

Το κατά πόσο το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας συνιστά πρόβλημα για την Ευρωζώνη και την ΕΕ εν γένει είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολλούς από τους ευρωπαίους εταίρους της, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή του ευρώ.

Μια απάντηση δίνει η ευρωπαϊκή «δεξαμενή σκέψης» Open Europe, σύμφωνα με την οποία το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας δεν οφείλεται στις χώρες της Ευρωζώνης αλλά αντίθετα, στις εμπορικές σχέσεις με τις χώρες εκτός Ευρώπης.

Το Open Europe επισημαίνει, πάντως, ότι βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία, παράγουν προϊόντα παρόμοια με τα γερμανικά, γεγονός που φαινομενικά, δημιουργεί ορισμένα προβλήματα. Ωστόσο, σύμφωνα με την εν λόγω «δεξαμενή σκέψης», τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν είναι ανταγωνιστικά προς την Γερμανία, καθώς προς το παρόν, δεν υπάρχουν δεδομένα τα οποία δείχνουν ότι οι γερμανικές εξαγωγές λειτουργούν σε βάρος της εξαγωγικής δραστηριότητας των υπόλοιπων κρατών της ευρωζώνης.

Επίσης, σύμφωνα με τις αναλύσεις του «think tank» δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι η υψηλότερη ζήτηση στη Γερμανία συνεπάγεται αύξηση των εισαγωγών από την ευρωπαϊκή περιφέρεια. «Πίσω από το υψηλό γερμανικό πλεόνασμα κρύβονται διαρθρωτικοί, πολιτισμικοί και δημογραφικοί λόγοι» επισημαίνει ως εκ τούτου το Open Europe. «Τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα και οι μακροοικονομικές ανισορροπίες της Ευρωζώνης, βάσει των στοιχείων, δεν οφείλονται στις γερμανικές εξαγωγές» καταλήγει η δεξαμενή σκέψης, διευκρινίζοντας ότι αυτό το συμπέρασμα διευρύνει τις ανησυχίες για τη δομή των ευρωπαϊκών οικονομικών προβλημάτων.

Οι πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία

Σε περίπου δύο χρόνια, το Σεπτέμβριο του 2017, η Γερμανία θα έχει ξανά κοινοβουλευτικές εκλογές.

Τελευταίες πληροφορίες θέλουν την καγκελάριο Μέρκελ να διεκδικεί και μια τέταρτη συνεχόμενη θητεία κα μάλιστα με αξιώσεις. Και αυτό γιατί αν γίνονταν το αμέσως επόμενο διάστημα εκλογές στη Γερμανία, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και οι Χριστιανοκοινωνιστές σύμμαχοί του (CDU/CSU) θα έπαιρναν 42%-43%, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) 23%-24%, οι Πράσινοι 11%, το αριστερό Linke 9%, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες 5% (FDP) μπαίνοντας οριακά στη Βουλή και το ξενοφοβικό/αντιευρωπαϊκό κόμμα Eναλλακτική για τη Γερμανία (ΑfD) 4%. Με το ποσοστό αυτό το μέχρι πρότινος υποσχόμενο AfD θα έμενε εκτός της Mπούντεσνταγκ, έχοντας υποστεί και μια διάσπαση.

Σε επίπεδο δημοφιλίας των γερμανών πολιτικών, ο Σόιμπλε, όπως προαναφέρεται, φτάνει το 70%, ενώ η Μέρκελ βρίσκεται τρεις μονάδες πιο πίσω Δημοφιλέστερος, όμως, όλων είναι ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ, με 72%, από τον Σόιμπλε, που ξεπερνά κατά πολύ τον πρόεδρο του SPD και αντικαγγελάριο της χώρας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, που συγκεντρώνει μόλις το 48% των ψηφοφόρων. Η ικανοποίηση των πολιτών από τον κυβερνητικό συνασπισμό των Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών φτάνει στο 54% και η δυσαρέσκεια το 44% των ερωτηθέντων.

Ρεπορτάζ: Πολυδεύκης Παπαδόπουλος

Πηγή: ert.gr